- φορώ
- φόρεσα, φορέθηκα, φορεμένος1. μτβ., ντύνομαι κάποιο ρούχο ή εξάρτημα φορεσιάς, είμαι ντυμένος με κάτι: Δε φορούσε γραβάτα. – Φόρεσε το παλιό κοστούμι.2. βάζω πάνω μου κάτι, φοράω οτιδήποτε (κοσμήματα, είδη οπλισμού ή άλλα εξαρτήματα): Στις κομπωτές πλεξούδες των φορούν νεραϊδογνέματα και πολυτρίχια (Ι. Γρυπάρης). – Φορώ βραχιόλι. – Φορώ σπαθί. – Φορώ γυαλιά. – Φορώ μασέλα κτλ.3. ντύνω κάποιον με κάτι, του βάζω ρούχο, περνώ ρούχο πάνω του ή κάτι άλλο: Φόρεσε τα παπούτσια στο παιδί.4. το γ' εν. πρόσωπο ως απρόσ., φοριέται συνηθίζεται, είναι της μόδας: Πολύ φοριέται να έχουν όλοι αυτοκίνητο.5. η μτχ. παθ. πρκ. ως επίθ., φορεμένος, -η, -ο (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.